απολακτισμος

απολακτισμος
    ἀπολακτισμός
    ἀπο-λακτισμός
    ὅ отвергание
    

ἀ. βίου Aesch., Plut. — самоубийство


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "απολακτισμος" в других словарях:

  • απολακτισμός — ἀπολακτισμός, ο (AM) μσν. περιφρόνηση, παράβαση (του όρκου) αρχ. 1. το διώξιμο με κλοτσιές 2. ιατρ. είδος αιμορραγίας …   Dictionary of Greek

  • ἀπολακτισμοί — ἀπολακτισμός a kicking off masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολακτισμούς — ἀπολακτισμός a kicking off masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολακτισμόν — ἀπολακτισμός a kicking off masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ …   Dictionary of Greek

  • κἀπολακτισμοί — ἀπολακτισμοί , ἀπολακτισμός a kicking off masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»